Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

(ὑπὸ σκότῳ τι

См. также в других словарях:

  • σκοτώ — (I) άω, Α [σκότος] σκοτάζω*. (II) έω, Α [σκότος] σκοτῶ (III)*. (III) όω, ΜΑ [σκότος] μσν. σκοτώνω, φονεύω αρχ. 1. κάνω κάτι σκοτεινό, σκοτίζω, τυφλώνω («σκοτώσω βλέφαρα καὶ δεδορκότα», Σοφ.) 2. θαμπώνω 3. προξενώ σκοτοδίνη, προξενώ ζάλη, ζαλίζω… …   Dictionary of Greek

  • στέγω — ΜΑ 1. στεγάζω, σκεπάζω με στέγη 2. πωματίζω, βουλώνω αρχ. 1. καλύπτω ερμητικά 2. στεγανοποιώ κάτι ώστε να μην μπορεί να περάσει το νερό («εὐνὰς τοιαύτας οἵας... στέγειν... ἱκανὰς εἶναι», Πλάτ.) 3. αποκρούω, απωθώ («οὔτε οἱ πῑλοι ἔστεγον τὰ… …   Dictionary of Greek

  • κάτοχος — ὁ, ἡ (ΑΜ κάτοχος, ον) [κατέχω] νεοελλ. αυτός που γνωρίζει κάτι καλά, γνώστης, έμπειρος («είναι κάτοχος τής γερμανικής γλώσσας») νεοελλ. μσν. αυτός που έχει κάτι στην εξουσία του, κύριος, ιδιοκτήτης (α. «είναι κάτοχος μεγάλης κτηματικής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»